Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπούδαστος
περισσεία
περίσσευμα
περισσεύω
περισσολογία
περισσολόγος
περισσός
περισσότης
περισσόφρων
περισσῶς
περισταδόν
περιστάζω
περίστασις
περίστατος
περισταυρόω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστενάζω
περιστεναχίζομαι
View word page
περισσόφρων
περισσόφρων περισσό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν over-wise, Aesch.
ShortDef
over-wise
Debugging
Headword:
περισσόφρων
Headword (normalized):
περισσόφρων
Headword (normalized/stripped):
περισσοφρων
IDX:
25872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25901
Key:
perisso/frwn
Data
{'content': 'περισσόφρων\n περισσό-φρων, ονος, ὁ, ἡ,\n φρήν\n over-wise, Aesch.', 'key': 'perisso/frwn'}