Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περισπειράω
περισπερχέω
περισπερχής
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπούδαστος
περισσεία
περίσσευμα
περισσεύω
περισσολογία
περισσολόγος
περισσός
περισσότης
περισσόφρων
περισσῶς
περισταδόν
περιστάζω
περίστασις
περίστατος
περισταυρόω
περιστείχω
View word page
περισσολόγος
περισσολόγος περισσο-λόγος, ον, λέγω talking too much, wordy.

ShortDef

talking too much, wordy

Debugging

Headword:
περισσολόγος
Headword (normalized):
περισσολόγος
Headword (normalized/stripped):
περισσολογος
IDX:
25869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25898
Key:
perissolo/gos

Data

{'content': 'περισσολόγος\n περισσο-λόγος, ον,\n λέγω\n talking too much, wordy.', 'key': 'perissolo/gos'}