Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περισοφίζομαι
περισπασμός
περισπάω
περισπειράω
περισπερχέω
περισπερχής
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπούδαστος
περισσεία
περίσσευμα
περισσεύω
περισσολογία
περισσολόγος
περισσός
περισσότης
περισσόφρων
περισσῶς
περισταδόν
περιστάζω
περίστασις
View word page
περίσσευμα
περίσσευμα περίσσευμα, that which remains over, abundance, NTest.

ShortDef

that which remains over, abundance

Debugging

Headword:
περίσσευμα
Headword (normalized):
περίσσευμα
Headword (normalized/stripped):
περισσευμα
IDX:
25866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25895
Key:
peri/sseuma

Data

{'content': 'περίσσευμα\n περίσσευμα,\n that which remains over, abundance, NTest.', 'key': 'peri/sseuma'}