Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπασμός
περισπάω
περισπειράω
περισπερχέω
περισπερχής
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπούδαστος
περισσεία
περίσσευμα
περισσεύω
περισσολογία
περισσολόγος
περισσός
περισσότης
περισσόφρων
περισσῶς
περισταδόν
περιστάζω
View word page
περισσεία
περισσεία περισσεία, ἡ, περισσός surplus, abundance, NTest.
ShortDef
surplus, abundance
Debugging
Headword:
περισσεία
Headword (normalized):
περισσεία
Headword (normalized/stripped):
περισσεια
IDX:
25865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25894
Key:
perissei/a
Data
{'content': 'περισσεία\n περισσεία, ἡ,\n περισσός\n surplus, abundance, NTest.', 'key': 'perissei/a'}