Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περισκυλακισμός
περισμαραγέω
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπασμός
περισπάω
περισπειράω
περισπερχέω
περισπερχής
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπούδαστος
περισσεία
περίσσευμα
περισσεύω
περισσολογία
περισσολόγος
περισσός
περισσότης
περισσόφρων
περισσῶς
View word page
περισπογγίζω
περισπογγίζω fut. σω to sponge all round, Theophr.

ShortDef

to sponge all round

Debugging

Headword:
περισπογγίζω
Headword (normalized):
περισπογγίζω
Headword (normalized/stripped):
περισπογγιζω
IDX:
25863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25892
Key:
perispoggi/zw

Data

{'content': 'περισπογγίζω\n fut. σω\n to sponge all round, Theophr.', 'key': 'perispoggi/zw'}