Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περισκιρτάω
περισκοπέω
περισκυλακισμός
περισμαραγέω
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπασμός
περισπάω
περισπειράω
περισπερχέω
περισπερχής
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπούδαστος
περισσεία
περίσσευμα
περισσεύω
περισσολογία
περισσολόγος
περισσός
περισσότης
View word page
περισπερχής
περισπερχής περι-σπερχής, ές σπέρχω very hasty, π. πάθος a rash, overhasty death, Soph.

ShortDef

very hasty

Debugging

Headword:
περισπερχής
Headword (normalized):
περισπερχής
Headword (normalized/stripped):
περισπερχης
IDX:
25861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25890
Key:
perisperxh/s

Data

{'content': 'περισπερχής\n περι-σπερχής, ές\n σπέρχω\n very hasty, π. πάθος a rash, overhasty death, Soph.', 'key': 'perisperxh/s'}