Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περίσκεπτος
περισκέπω
περισκιρτάω
περισκοπέω
περισκυλακισμός
περισμαραγέω
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπασμός
περισπάω
περισπειράω
περισπερχέω
περισπερχής
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπούδαστος
περισσεία
περίσσευμα
περισσεύω
περισσολογία
περισσολόγος
View word page
περισπειράω
περισπειράω fut. άσω to wind round, Plut.:—Mid. to surround with soldiers, Plut.:—Pass., of soldiers, to form round a leader, τινί Plut.; of serpents, to twine round, τινί Luc.

ShortDef

to wind round

Debugging

Headword:
περισπειράω
Headword (normalized):
περισπειράω
Headword (normalized/stripped):
περισπειραω
IDX:
25859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25888
Key:
perispeira/w

Data

{'content': 'περισπειράω\n fut. άσω\n to wind round, Plut.:—Mid. to surround with soldiers, Plut.:—Pass., of soldiers, to form round a leader, τινί Plut.; of serpents, to twine round, τινί Luc.', 'key': 'perispeira/w'}