Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περισκελής
περισκελίς
περίσκεπτος
περισκέπω
περισκιρτάω
περισκοπέω
περισκυλακισμός
περισμαραγέω
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπασμός
περισπάω
περισπειράω
περισπερχέω
περισπερχής
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπούδαστος
περισσεία
περίσσευμα
περισσεύω
View word page
περισπασμός
περισπασμός περισπασμός, οῦ, ὁ, distraction, Polyb. from περισπάω
ShortDef
distraction
Debugging
Headword:
περισπασμός
Headword (normalized):
περισπασμός
Headword (normalized/stripped):
περισπασμος
IDX:
25857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25886
Key:
perispasmo/s
Data
{'content': 'περισπασμός\n περισπασμός, οῦ, ὁ,\n distraction, Polyb.\n from περισπάω', 'key': 'perispasmo/s'}