Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περισθενής
περισκελής
περισκελίς
περίσκεπτος
περισκέπω
περισκιρτάω
περισκοπέω
περισκυλακισμός
περισμαραγέω
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπασμός
περισπάω
περισπειράω
περισπερχέω
περισπερχής
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπούδαστος
περισσεία
περίσσευμα
View word page
περισοφίζομαι
περισοφίζομαι Dep. to overreach, cheat, Ar.
ShortDef
to overreach, cheat
Debugging
Headword:
περισοφίζομαι
Headword (normalized):
περισοφίζομαι
Headword (normalized/stripped):
περισοφιζομαι
IDX:
25856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25885
Key:
perisofi/zomai
Data
{'content': 'περισοφίζομαι\n Dep. to overreach, cheat, Ar.', 'key': 'perisofi/zomai'}