Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περισθενέω
περισθενής
περισκελής
περισκελίς
περίσκεπτος
περισκέπω
περισκιρτάω
περισκοπέω
περισκυλακισμός
περισμαραγέω
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπασμός
περισπάω
περισπειράω
περισπερχέω
περισπερχής
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπούδαστος
περισσεία
View word page
περισοβέω
περισοβέω fut. ήσω to chase about, π. ποτήριον to push round the wine-cup, Menand. to run bustling round, τὰς πόλεις Ar.

ShortDef

to chase about

Debugging

Headword:
περισοβέω
Headword (normalized):
περισοβέω
Headword (normalized/stripped):
περισοβεω
IDX:
25855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25884
Key:
perisobe/w

Data

{'content': 'περισοβέω\n fut. ήσω\n to chase about, π. ποτήριον to push round the wine-cup, Menand.\n to run bustling round, τὰς πόλεις Ar.', 'key': 'perisobe/w'}