Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περίσεμνος
περίσεπτος
περίσημος
περισθενέω
περισθενής
περισκελής
περισκελίς
περίσκεπτος
περισκέπω
περισκιρτάω
περισκοπέω
περισκυλακισμός
περισμαραγέω
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπασμός
περισπάω
περισπειράω
περισπερχέω
περισπερχής
περίσπλαγχνος
View word page
περισκοπέω
περισκοπέω fut. -σκέψομαι perf. -έσκεμμαι to look round, Soph. to examine all round, observe carefully, consider well, Hdt., Thuc.: perf. part. περιεσκεμμένος, circumspect, Luc.

ShortDef

to look round

Debugging

Headword:
περισκοπέω
Headword (normalized):
περισκοπέω
Headword (normalized/stripped):
περισκοπεω
IDX:
25852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25881
Key:
periskope/w

Data

{'content': 'περισκοπέω\n fut. -σκέψομαι\n perf. -έσκεμμαι\n to look round, Soph.\n to examine all round, observe carefully, consider well, Hdt., Thuc.: perf. part. περιεσκεμμένος, circumspect, Luc.', 'key': 'periskope/w'}