Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περισείομαι
περίσεμνος
περίσεπτος
περίσημος
περισθενέω
περισθενής
περισκελής
περισκελίς
περίσκεπτος
περισκέπω
περισκιρτάω
περισκοπέω
περισκυλακισμός
περισμαραγέω
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπασμός
περισπάω
περισπειράω
περισπερχέω
περισπερχής
View word page
περισκιρτάω
περισκιρτάω fut. ήσω to leap round, c. acc., Anth.
ShortDef
to leap round
Debugging
Headword:
περισκιρτάω
Headword (normalized):
περισκιρτάω
Headword (normalized/stripped):
περισκιρταω
IDX:
25851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25880
Key:
periskirta/w
Data
{'content': 'περισκιρτάω\n fut. ήσω\n to leap round, c. acc., Anth.', 'key': 'periskirta/w'}