Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περισαίνω
περισείομαι
περίσεμνος
περίσεπτος
περίσημος
περισθενέω
περισθενής
περισκελής
περισκελίς
περίσκεπτος
περισκέπω
περισκιρτάω
περισκοπέω
περισκυλακισμός
περισμαραγέω
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπασμός
περισπάω
περισπειράω
περισπερχέω
View word page
περισκέπω
περισκέπω = περισκεπάζω, Polyb., Mosch.

ShortDef

cover

Debugging

Headword:
περισκέπω
Headword (normalized):
περισκέπω
Headword (normalized/stripped):
περισκεπω
IDX:
25850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25879
Key:
periske/pw

Data

{'content': 'περισκέπω\n = περισκεπάζω, Polyb., Mosch.', 'key': 'periske/pw'}