Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περίρροος
περίρρυτος
περισαίνω
περισείομαι
περίσεμνος
περίσεπτος
περίσημος
περισθενέω
περισθενής
περισκελής
περισκελίς
περίσκεπτος
περισκέπω
περισκιρτάω
περισκοπέω
περισκυλακισμός
περισμαραγέω
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπασμός
περισπάω
View word page
περισκελίς
περισκελίς περι-σκελίς, ίδος, ἡ, σκέλος a leg-band, i. e. an anklet or bangle, Menand., Hor.
ShortDef
a leg-band
Debugging
Headword:
περισκελίς
Headword (normalized):
περισκελίς
Headword (normalized/stripped):
περισκελις
IDX:
25848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25877
Key:
periskeli/s
Data
{'content': 'περισκελίς\n περι-σκελίς, ίδος, ἡ,\n σκέλος\n a leg-band, i. e. an anklet or bangle, Menand., Hor.', 'key': 'periskeli/s'}