Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιρρομβέω
περίρροος
περίρρυτος
περισαίνω
περισείομαι
περίσεμνος
περίσεπτος
περίσημος
περισθενέω
περισθενής
περισκελής
περισκελίς
περίσκεπτος
περισκέπω
περισκιρτάω
περισκοπέω
περισκυλακισμός
περισμαραγέω
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπασμός
View word page
περισκελής
περισκελής περι-σκελής, ές σκέλλω dry and hard all round, exceeding hard, of iron, Soph.:—metaph. obstinate, stubborn, Soph.

ShortDef

dry and hard all round, exceeding hard
round the leg

Debugging

Headword:
περισκελής
Headword (normalized):
περισκελής
Headword (normalized/stripped):
περισκελης
IDX:
25847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25876
Key:
periskelh/s1

Data

{'content': 'περισκελής\n περι-σκελής, ές\n σκέλλω\n dry and hard all round, exceeding hard, of iron, Soph.:—metaph. obstinate, stubborn, Soph.', 'key': 'periskelh/s1'}