Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιρρηδής
περιρροή
περιρρομβέω
περίρροος
περίρρυτος
περισαίνω
περισείομαι
περίσεμνος
περίσεπτος
περίσημος
περισθενέω
περισθενής
περισκελής
περισκελίς
περίσκεπτος
περισκέπω
περισκιρτάω
περισκοπέω
περισκυλακισμός
περισμαραγέω
περισοβέω
View word page
περισθενέω
περισθενέω to be exceeding strong, Epic part. περισθενέων Od. from περισθενής

ShortDef

to be exceeding strong

Debugging

Headword:
περισθενέω
Headword (normalized):
περισθενέω
Headword (normalized/stripped):
περισθενεω
IDX:
25845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25874
Key:
perisqene/w

Data

{'content': 'περισθενέω\n to be exceeding strong, Epic part. περισθενέων Od.\n from περισθενής', 'key': 'perisqene/w'}