Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιρρέω
περιρρήγνυμι
περιρρηδής
περιρροή
περιρρομβέω
περίρροος
περίρρυτος
περισαίνω
περισείομαι
περίσεμνος
περίσεπτος
περίσημος
περισθενέω
περισθενής
περισκελής
περισκελίς
περίσκεπτος
περισκέπω
περισκιρτάω
περισκοπέω
περισκυλακισμός
View word page
περίσεπτος
περίσεπτος περί-σεπτος, η, ον much-revered, Aesch.
ShortDef
much-revered
Debugging
Headword:
περίσεπτος
Headword (normalized):
περίσεπτος
Headword (normalized/stripped):
περισεπτος
IDX:
25843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25872
Key:
peri/septos
Data
{'content': 'περίσεπτος\n περί-σεπτος, η, ον\n much-revered, Aesch.', 'key': 'peri/septos'}