Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιρραίνω
περιρραντήριον
περιρρέω
περιρρήγνυμι
περιρρηδής
περιρροή
περιρρομβέω
περίρροος
περίρρυτος
περισαίνω
περισείομαι
περίσεμνος
περίσεπτος
περίσημος
περισθενέω
περισθενής
περισκελής
περισκελίς
περίσκεπτος
περισκέπω
περισκιρτάω
View word page
περισείομαι
περισείομαι Pass. to be shaken all round, ἔθειραι περισσείοντο (Epic for περιεσείοντο) the hair was floating round, Il.

ShortDef

to be shaken all round

Debugging

Headword:
περισείομαι
Headword (normalized):
περισείομαι
Headword (normalized/stripped):
περισειομαι
IDX:
25841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25870
Key:
perisei/omai

Data

{'content': 'περισείομαι\n Pass. to be shaken all round, ἔθειραι περισσείοντο (Epic for περιεσείοντο) the hair was floating round, Il.', 'key': 'perisei/omai'}