Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιρραγής
περιρραίνω
περιρραντήριον
περιρρέω
περιρρήγνυμι
περιρρηδής
περιρροή
περιρρομβέω
περίρροος
περίρρυτος
περισαίνω
περισείομαι
περίσεμνος
περίσεπτος
περίσημος
περισθενέω
περισθενής
περισκελής
περισκελίς
περίσκεπτος
περισκέπω
View word page
περισαίνω
περισαίνω Epic περισ-σαίνω to wag the tail round, fawn upon, c. acc. or absol., Od.
ShortDef
to wag the tail round, fawn upon
Debugging
Headword:
περισαίνω
Headword (normalized):
περισαίνω
Headword (normalized/stripped):
περισαινω
IDX:
25840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25869
Key:
perisai/nw
Data
{'content': 'περισαίνω\n Epic περισ-σαίνω\n to wag the tail round, fawn upon, c. acc. or absol., Od.', 'key': 'perisai/nw'}