περίρρυτος
περίρρυτος
περίρρῠτος, ον,
like περίρροος
surrounded with water, sea-girt, of islands, Od., Hdt., etc.
act. flowing round, c. gen., περιρρύτων ὑπὲρ ἀκαρπίστων πεδίων Σικελίας over the barren plains that flow round Sicily, i. e. the sea, Eur.