Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περίπτωμα
περιπτώσσω
περίπυστος
περιρραγής
περιρραίνω
περιρραντήριον
περιρρέω
περιρρήγνυμι
περιρρηδής
περιρροή
περιρρομβέω
περίρροος
περίρρυτος
περισαίνω
περισείομαι
περίσεμνος
περίσεπτος
περίσημος
περισθενέω
περισθενής
περισκελής
View word page
περιρρομβέω
περιρρομβέω fut. ήσω to make to spin round like a top, Plut.
ShortDef
to make to spin round like a top
Debugging
Headword:
περιρρομβέω
Headword (normalized):
περιρρομβέω
Headword (normalized/stripped):
περιρρομβεω
IDX:
25837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25866
Key:
perirrombe/w
Data
{'content': 'περιρρομβέω\n fut. ήσω\n to make to spin round like a top, Plut.', 'key': 'perirrombe/w'}