Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιπτυχής
περίπτωμα
περιπτώσσω
περίπυστος
περιρραγής
περιρραίνω
περιρραντήριον
περιρρέω
περιρρήγνυμι
περιρρηδής
περιρροή
περιρρομβέω
περίρροος
περίρρυτος
περισαίνω
περισείομαι
περίσεμνος
περίσεπτος
περίσημος
περισθενέω
περισθενής
View word page
περιρροή
περιρροή περιρροή, ἡ, περιρρέω a flowing round, Plat.

ShortDef

a flowing round

Debugging

Headword:
περιρροή
Headword (normalized):
περιρροή
Headword (normalized/stripped):
περιρροη
IDX:
25836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25865
Key:
perirroh/

Data

{'content': 'περιρροή\n περιρροή, ἡ,\n περιρρέω\n a flowing round, Plat.', 'key': 'perirroh/'}