Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιπτυχή
περιπτυχής
περίπτωμα
περιπτώσσω
περίπυστος
περιρραγής
περιρραίνω
περιρραντήριον
περιρρέω
περιρρήγνυμι
περιρρηδής
περιρροή
περιρρομβέω
περίρροος
περίρρυτος
περισαίνω
περισείομαι
περίσεμνος
περίσεπτος
περίσημος
περισθενέω
View word page
περιρρηδής
περιρρηδής περιρ-ρηδής, ές doubled round or over a thing, c. dat., περιρρηδὴς τραπέζῃ Od. The deriv. of -ρήδης is uncertain; perh. from ῥέω.
ShortDef
doubled round
Debugging
Headword:
περιρρηδής
Headword (normalized):
περιρρηδής
Headword (normalized/stripped):
περιρρηδης
IDX:
25835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25864
Key:
perirrhdh/s
Data
{'content': 'περιρρηδής\n περιρ-ρηδής, ές\n doubled round or over a thing, c. dat., περιρρηδὴς τραπέζῃ Od.\n The deriv. of -ρήδης is uncertain; perh. from ῥέω.', 'key': 'perirrhdh/s'}