Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περίπτυγμα
περίπτυξις
περιπτύσσω
περιπτυχή
περιπτυχής
περίπτωμα
περιπτώσσω
περίπυστος
περιρραγής
περιρραίνω
περιρραντήριον
περιρρέω
περιρρήγνυμι
περιρρηδής
περιρροή
περιρρομβέω
περίρροος
περίρρυτος
περισαίνω
περισείομαι
περίσεμνος
View word page
περιρραντήριον
περιρραντήριον from περιρραίνω περιρραντήριον, ου, τό, an utensil for besprinkling, or a vessel for lustral water, Lat. aspergillum, Hdt. περιρραντήρια ἀγορᾶς the parts of the forum sprinkled with lustral water, Lex ap. Aeschin.

ShortDef

perirrhanterion: basin with water for purification, at entry to sanctuaries

Debugging

Headword:
περιρραντήριον
Headword (normalized):
περιρραντήριον
Headword (normalized/stripped):
περιρραντηριον
IDX:
25832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25861
Key:
perirranth/rion

Data

{'content': 'περιρραντήριον\n from περιρραίνω\n περιρραντήριον, ου, τό,\n an utensil for besprinkling, or a vessel for lustral water, Lat. aspergillum, Hdt.\n περιρραντήρια ἀγορᾶς the parts of the forum sprinkled with lustral water, Lex ap. Aeschin.', 'key': 'perirranth/rion'}