Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιπτίσσω
περίπτυγμα
περίπτυξις
περιπτύσσω
περιπτυχή
περιπτυχής
περίπτωμα
περιπτώσσω
περίπυστος
περιρραγής
περιρραίνω
περιρραντήριον
περιρρέω
περιρρήγνυμι
περιρρηδής
περιρροή
περιρρομβέω
περίρροος
περίρρυτος
περισαίνω
περισείομαι
View word page
περιρραίνω
περιρραίνω to besprinkle all round, esp. in sacred rites:—Mid. to purify oneself, Theophr., Plut.
ShortDef
to besprinkle all round
Debugging
Headword:
περιρραίνω
Headword (normalized):
περιρραίνω
Headword (normalized/stripped):
περιρραινω
IDX:
25831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25860
Key:
perirrai/nw
Data
{'content': 'περιρραίνω\n to besprinkle all round, esp. in sacred rites:—Mid. to purify oneself, Theophr., Plut.', 'key': 'perirrai/nw'}