Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιπρό
περιπροχέομαι
περιπταίω
περιπτίσσω
περίπτυγμα
περίπτυξις
περιπτύσσω
περιπτυχή
περιπτυχής
περίπτωμα
περιπτώσσω
περίπυστος
περιρραγής
περιρραίνω
περιρραντήριον
περιρρέω
περιρρήγνυμι
περιρρηδής
περιρροή
περιρρομβέω
περίρροος
View word page
περιπτώσσω
περιπτώσσω to fear greatly, Anth.
ShortDef
to fear greatly
Debugging
Headword:
περιπτώσσω
Headword (normalized):
περιπτώσσω
Headword (normalized/stripped):
περιπτωσσω
IDX:
25828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25857
Key:
periptw/ssw
Data
{'content': 'περιπτώσσω\n to fear greatly, Anth.', 'key': 'periptw/ssw'}