Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιπόρφυρος
περιπρό
περιπροχέομαι
περιπταίω
περιπτίσσω
περίπτυγμα
περίπτυξις
περιπτύσσω
περιπτυχή
περιπτυχής
περίπτωμα
περιπτώσσω
περίπυστος
περιρραγής
περιρραίνω
περιρραντήριον
περιρρέω
περιρρήγνυμι
περιρρηδής
περιρροή
περιρρομβέω
View word page
περίπτωμα
περίπτωμα περί-πτωμα, ατος, τό, a calamity, Plat.

ShortDef

a calamity

Debugging

Headword:
περίπτωμα
Headword (normalized):
περίπτωμα
Headword (normalized/stripped):
περιπτωμα
IDX:
25827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25856
Key:
peri/ptwma

Data

{'content': 'περίπτωμα\n περί-πτωμα, ατος, τό,\n a calamity, Plat.', 'key': 'peri/ptwma'}