Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιπορφυρόσημος
περιποτάομαι
περιπόρφυρος
περιπρό
περιπροχέομαι
περιπταίω
περιπτίσσω
περίπτυγμα
περίπτυξις
περιπτύσσω
περιπτυχή
περιπτυχής
περίπτωμα
περιπτώσσω
περίπυστος
περιρραγής
περιρραίνω
περιρραντήριον
περιρρέω
περιρρήγνυμι
περιρρηδής
View word page
περιπτυχή
περιπτυχή περι-πτῠχή, ἡ, something which enfolds, τειχέων περιπτυχαί enfolding walls, Eur.; δόμων Ar.; Ἀχαιῶν ναύλοχοι π. their naval cloak or fence, Eur. an enfolding, embracing, Eur.; ἐν ἡλίου περιπτυχαῖς in all that the sun embraces, i. e. all the world, Eur.

ShortDef

something which enfolds

Debugging

Headword:
περιπτυχή
Headword (normalized):
περιπτυχή
Headword (normalized/stripped):
περιπτυχη
IDX:
25825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25854
Key:
periptuxh/

Data

{'content': 'περιπτυχή\n περι-πτῠχή, ἡ,\n something which enfolds, τειχέων περιπτυχαί enfolding walls, Eur.; δόμων Ar.; Ἀχαιῶν ναύλοχοι π. their naval cloak or fence, Eur.\n an enfolding, embracing, Eur.; ἐν ἡλίου περιπτυχαῖς in all that the sun embraces, i. e. all the world, Eur.', 'key': 'periptuxh/'}