Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιπορεύομαι
περιπορφυρόσημος
περιποτάομαι
περιπόρφυρος
περιπρό
περιπροχέομαι
περιπταίω
περιπτίσσω
περίπτυγμα
περίπτυξις
περιπτύσσω
περιπτυχή
περιπτυχής
περίπτωμα
περιπτώσσω
περίπυστος
περιρραγής
περιρραίνω
περιρραντήριον
περιρρέω
περιρρήγνυμι
View word page
περιπτύσσω
περιπτύσσω fut. ξω to enfold, enwrap in a thing, τινά τινι Soph.; πέπλοι περιπτύσσοντες δέμας Eur.; π. γόνυ, δέμας to clasp, embrace it, Eur. as military term, to outflank, Xen. to fold round, π. χέρας to fold the arms round another, Eur.

ShortDef

to enfold, enwrap

Debugging

Headword:
περιπτύσσω
Headword (normalized):
περιπτύσσω
Headword (normalized/stripped):
περιπτυσσω
IDX:
25824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25853
Key:
periptu/ssw

Data

{'content': 'περιπτύσσω\n fut. ξω\n to enfold, enwrap in a thing, τινά τινι Soph.; πέπλοι περιπτύσσοντες δέμας Eur.; π. γόνυ, δέμας to clasp, embrace it, Eur.\n as military term, to outflank, Xen.\n to fold round, π. χέρας to fold the arms round another, Eur.', 'key': 'periptu/ssw'}