Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περίπολος
περιπόνηρος
περιπορεύομαι
περιπορφυρόσημος
περιποτάομαι
περιπόρφυρος
περιπρό
περιπροχέομαι
περιπταίω
περιπτίσσω
περίπτυγμα
περίπτυξις
περιπτύσσω
περιπτυχή
περιπτυχής
περίπτωμα
περιπτώσσω
περίπυστος
περιρραγής
περιρραίνω
περιρραντήριον
View word page
περίπτυγμα
περίπτυγμα περίπτυγμα, ατος, τό, from περιπτύσσω anything folded round, a covering, Eur.
ShortDef
anything folded round, a covering
Debugging
Headword:
περίπτυγμα
Headword (normalized):
περίπτυγμα
Headword (normalized/stripped):
περιπτυγμα
IDX:
25822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25851
Key:
peri/ptugma
Data
{'content': 'περίπτυγμα\n περίπτυγμα, ατος, τό,\n from περιπτύσσω\n anything folded round, a covering, Eur.', 'key': 'peri/ptugma'}