Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιπόθητος
περιποιέω
περιποίησις
περιποίκιλος
περιπολάρχης
περιπολέω
περιπόλιον
περιπόλιος
περίπολος
περιπόνηρος
περιπορεύομαι
περιπορφυρόσημος
περιποτάομαι
περιπόρφυρος
περιπρό
περιπροχέομαι
περιπταίω
περιπτίσσω
περίπτυγμα
περίπτυξις
περιπτύσσω
View word page
περιπορεύομαι
περιπορεύομαι fut. σομαι Dep. to travel or go about a place, c. acc., Polyb.

ShortDef

to travel

Debugging

Headword:
περιπορεύομαι
Headword (normalized):
περιπορεύομαι
Headword (normalized/stripped):
περιπορευομαι
IDX:
25814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25843
Key:
periporeu/omai

Data

{'content': 'περιπορεύομαι\n fut. σομαι\n Dep. to travel or go about a place, c. acc., Polyb.', 'key': 'periporeu/omai'}