Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περίπλοος
περιπόθητος
περιποιέω
περιποίησις
περιποίκιλος
περιπολάρχης
περιπολέω
περιπόλιον
περιπόλιος
περίπολος
περιπόνηρος
περιπορεύομαι
περιπορφυρόσημος
περιποτάομαι
περιπόρφυρος
περιπρό
περιπροχέομαι
περιπταίω
περιπτίσσω
περίπτυγμα
περίπτυξις
View word page
περιπόνηρος
περιπόνηρος περι-πόνηρος, ον, very rascally, as a pun on περιφόρητος, Ar.
ShortDef
very rascally
Debugging
Headword:
περιπόνηρος
Headword (normalized):
περιπόνηρος
Headword (normalized/stripped):
περιπονηρος
IDX:
25813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25842
Key:
peripo/nhros
Data
{'content': 'περιπόνηρος\n περι-πόνηρος, ον,\n very rascally, as a pun on περιφόρητος, Ar.', 'key': 'peripo/nhros'}