Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περίπλοος
περιπλύνω
περιπνέω
περίπλοος
περιπόθητος
περιποιέω
περιποίησις
περιποίκιλος
περιπολάρχης
περιπολέω
περιπόλιον
περιπόλιος
περίπολος
περιπόνηρος
περιπορεύομαι
περιπορφυρόσημος
περιποτάομαι
περιπόρφυρος
περιπρό
περιπροχέομαι
περιπταίω
View word page
περιπόλιον
περιπόλιον περιπόλιον, ου, τό, a station for περίπολοι, a guard-house, Thuc.
ShortDef
a station for περίπολοι, guard house, fort
Debugging
Headword:
περιπόλιον
Headword (normalized):
περιπόλιον
Headword (normalized/stripped):
περιπολιον
IDX:
25810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25839
Key:
peripo/lion
Data
{'content': 'περιπόλιον\n περιπόλιον, ου, τό,\n a station for περίπολοι, a guard-house, Thuc.', 'key': 'peripo/lion'}