Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περίπλικτος
περιπλίσσομαι
περιπλοκή
περίπλοκος
περίπλοος
περιπλύνω
περιπνέω
περίπλοος
περιπόθητος
περιποιέω
περιποίησις
περιποίκιλος
περιπολάρχης
περιπολέω
περιπόλιον
περιπόλιος
περίπολος
περιπόνηρος
περιπορεύομαι
περιπορφυρόσημος
περιποτάομαι
View word page
περιποίησις
περιποίησις from περιποιέω περιποίησις, εως, a keeping safe, preservation, NTest. (from Mid.) a gaining possession of, acquisition, obtaining, NTest. a possession, NTest.

ShortDef

a keeping safe, preservation

Debugging

Headword:
περιποίησις
Headword (normalized):
περιποίησις
Headword (normalized/stripped):
περιποιησις
IDX:
25806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25835
Key:
peripoi/hsis

Data

{'content': 'περιποίησις\n from περιποιέω\n περιποίησις, εως,\n a keeping safe, preservation, NTest.\n (from Mid.) a gaining possession of, acquisition, obtaining, NTest.\n a possession, NTest.', 'key': 'peripoi/hsis'}