Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περίπλεως
περιπληθής
περίπλικτος
περιπλίσσομαι
περιπλοκή
περίπλοκος
περίπλοος
περιπλύνω
περιπνέω
περίπλοος
περιπόθητος
περιποιέω
περιποίησις
περιποίκιλος
περιπολάρχης
περιπολέω
περιπόλιον
περιπόλιος
περίπολος
περιπόνηρος
περιπορεύομαι
View word page
περιπόθητος
περιπόθητος περι-πόθητος, ον, much-beloved, Luc.

ShortDef

much-beloved

Debugging

Headword:
περιπόθητος
Headword (normalized):
περιπόθητος
Headword (normalized/stripped):
περιποθητος
IDX:
25804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25833
Key:
peripo/qhtos

Data

{'content': 'περιπόθητος\n περι-πόθητος, ον,\n much-beloved, Luc.', 'key': 'peripo/qhtos'}