Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περίπλικτος
περιπλίσσομαι
περιπλοκή
περίπλοκος
περίπλοος
περιπλύνω
περιπνέω
περίπλοος
περιπόθητος
περιποιέω
περιποίησις
περιποίκιλος
περιπολάρχης
περιπολέω
περιπόλιον
περιπόλιος
περίπολος
περιπόνηρος
View word page
περίπλοος
περίπλοος περί-πλους, ουν, πλέω sailing round, Anth. pass. that may be sailed round, Thuc.
ShortDef
sailing round, possible to sail around
circumnavigation
Debugging
Headword:
περίπλοος
Headword (normalized):
περίπλοος
Headword (normalized/stripped):
περιπλοος
IDX:
25803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25832
Key:
peri/plous
Data
{'content': 'περίπλοος\n περί-πλους, ουν,\n πλέω\n sailing round, Anth.\n pass. that may be sailed round, Thuc.', 'key': 'peri/plous'}