Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιπλευμονία
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περίπλικτος
περιπλίσσομαι
περιπλοκή
περίπλοκος
περίπλοος
περιπλύνω
περιπνέω
περίπλοος
περιπόθητος
περιποιέω
περιποίησις
περιποίκιλος
περιπολάρχης
περιπολέω
περιπόλιον
περιπόλιος
View word page
περιπλύνω
περιπλύνω to wash clean, scour well, Dem.

ShortDef

to wash clean, scour well

Debugging

Headword:
περιπλύνω
Headword (normalized):
περιπλύνω
Headword (normalized/stripped):
περιπλυνω
IDX:
25801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25830
Key:
periplu/nw

Data

{'content': 'περιπλύνω\n to wash clean, scour well, Dem.', 'key': 'periplu/nw'}