Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περίπλεκτος
περιπλέκω
περιπλευμονία
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περίπλικτος
περιπλίσσομαι
περιπλοκή
περίπλοκος
περίπλοος
περιπλύνω
περιπνέω
περίπλοος
περιπόθητος
περιποιέω
περιποίησις
περιποίκιλος
περιπολάρχης
περιπολέω
View word page
περίπλοκος
περίπλοκος περίπλοκος, ον, περιπλέκω entwined, Anth.
ShortDef
entwined
Debugging
Headword:
περίπλοκος
Headword (normalized):
περίπλοκος
Headword (normalized/stripped):
περιπλοκος
IDX:
25799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25828
Key:
peri/plokos
Data
{'content': 'περίπλοκος\n περίπλοκος, ον,\n περιπλέκω\n entwined, Anth.', 'key': 'peri/plokos'}