Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιπλάνιος
περιπλάσσω
περίπλεκτος
περιπλέκω
περιπλευμονία
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περίπλικτος
περιπλίσσομαι
περιπλοκή
περίπλοκος
περίπλοος
περιπλύνω
περιπνέω
περίπλοος
περιπόθητος
περιποιέω
περιποίησις
περιποίκιλος
View word page
περιπλίσσομαι
περιπλίσσομαι Dep. to put the legs round or across.
ShortDef
to put the legs round
Debugging
Headword:
περιπλίσσομαι
Headword (normalized):
περιπλίσσομαι
Headword (normalized/stripped):
περιπλισσομαι
IDX:
25797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25826
Key:
peripli/ssomai
Data
{'content': 'περιπλίσσομαι\n Dep. to put the legs round or across.', 'key': 'peripli/ssomai'}