Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιπλανάομαι
περιπλάνιος
περιπλάσσω
περίπλεκτος
περιπλέκω
περιπλευμονία
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περίπλικτος
περιπλίσσομαι
περιπλοκή
περίπλοκος
περίπλοος
περιπλύνω
περιπνέω
περίπλοος
περιπόθητος
περιποιέω
περιποίησις
View word page
περίπλικτος
περίπλικτος περίπλικτος, ον, crossed, Luc. from περιπλίσσομαι

ShortDef

crossed

Debugging

Headword:
περίπλικτος
Headword (normalized):
περίπλικτος
Headword (normalized/stripped):
περιπλικτος
IDX:
25796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25825
Key:
peri/pliktos

Data

{'content': 'περίπλικτος\n περίπλικτος, ον,\n crossed, Luc.\n from περιπλίσσομαι', 'key': 'peri/pliktos'}