Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιπίπτω
περιπλανάομαι
περιπλάνιος
περιπλάσσω
περίπλεκτος
περιπλέκω
περιπλευμονία
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περίπλικτος
περιπλίσσομαι
περιπλοκή
περίπλοκος
περίπλοος
περιπλύνω
περιπνέω
περίπλοος
περιπόθητος
περιποιέω
View word page
περιπληθής
περιπληθής περι-πληθής, ές πλῆθος very full of people, Od. very large, Plut.; comp. -έστερος, Luc.

ShortDef

very full of people

Debugging

Headword:
περιπληθής
Headword (normalized):
περιπληθής
Headword (normalized/stripped):
περιπληθης
IDX:
25795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25824
Key:
periplhqh/s

Data

{'content': 'περιπληθής\n περι-πληθής, ές\n πλῆθος\n very full of people, Od.\n very large, Plut.; comp. -έστερος, Luc.', 'key': 'periplhqh/s'}