Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιπίμπρημι
περιπίπτω
περιπλανάομαι
περιπλάνιος
περιπλάσσω
περίπλεκτος
περιπλέκω
περιπλευμονία
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περίπλικτος
περιπλίσσομαι
περιπλοκή
περίπλοκος
περίπλοος
περιπλύνω
περιπνέω
περίπλοος
περιπόθητος
View word page
περίπλεως
περίπλεως περί-πλεως, ων, c. gen. quite full of a thing, Thuc., etc.: c. dat. filled with a thing, Anth. absol. supernumerary, spare, Xen.
ShortDef
quite full of
Debugging
Headword:
περίπλεως
Headword (normalized):
περίπλεως
Headword (normalized/stripped):
περιπλεως
IDX:
25794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25823
Key:
peri/plews
Data
{'content': 'περίπλεως\n περί-πλεως, ων,\n c. gen. quite full of a thing, Thuc., etc.: c. dat. filled with a thing, Anth.\n absol. supernumerary, spare, Xen.', 'key': 'peri/plews'}