Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιπίμπλαμαι
περιπίμπρημι
περιπίπτω
περιπλανάομαι
περιπλάνιος
περιπλάσσω
περίπλεκτος
περιπλέκω
περιπλευμονία
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περίπλικτος
περιπλίσσομαι
περιπλοκή
περίπλοκος
περίπλοος
περιπλύνω
περιπνέω
περίπλοος
View word page
περιπλέω
περιπλέω Ionic -πλώω to sail or swim round, absol., Hdt., etc.; ἀνὴρ πολλὰ περιπεπλευκώς a man of many voyages, Ar.; c. acc., π. Λιβύην, Πελοπόννησον, etc., Hdt., Thuc., etc.

ShortDef

to sail

Debugging

Headword:
περιπλέω
Headword (normalized):
περιπλέω
Headword (normalized/stripped):
περιπλεω
IDX:
25793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25822
Key:
periple/w

Data

{'content': 'περιπλέω\n Ionic -πλώω\n to sail or swim round, absol., Hdt., etc.; ἀνὴρ πολλὰ περιπεπλευκώς a man of many voyages, Ar.; c. acc., π. Λιβύην, Πελοπόννησον, etc., Hdt., Thuc., etc.', 'key': 'periple/w'}