Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περίπηξις
περιπίμπλαμαι
περιπίμπρημι
περιπίπτω
περιπλανάομαι
περιπλάνιος
περιπλάσσω
περίπλεκτος
περιπλέκω
περιπλευμονία
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περίπλικτος
περιπλίσσομαι
περιπλοκή
περίπλοκος
περίπλοος
περιπλύνω
περιπνέω
View word page
περίπλευρος
περίπλευρος περί-πλευρος, ον, πλευρά covering the side, Eur.

ShortDef

covering the side

Debugging

Headword:
περίπλευρος
Headword (normalized):
περίπλευρος
Headword (normalized/stripped):
περιπλευρος
IDX:
25792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25821
Key:
peri/pleuros

Data

{'content': 'περίπλευρος\n περί-πλευρος, ον,\n πλευρά\n covering the side, Eur.', 'key': 'peri/pleuros'}