Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιπηδάω
περίπηξις
περιπίμπλαμαι
περιπίμπρημι
περιπίπτω
περιπλανάομαι
περιπλάνιος
περιπλάσσω
περίπλεκτος
περιπλέκω
περιπλευμονία
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περίπλικτος
περιπλίσσομαι
περιπλοκή
περίπλοκος
περίπλοος
περιπλύνω
View word page
περιπλευμονία
περιπλευμονία περιπλευμονία, or -πνευμονία, ἡ, πλεύμων inflammation of the lungs, Plat., Luc.

ShortDef

inflammation of the lungs

Debugging

Headword:
περιπλευμονία
Headword (normalized):
περιπλευμονία
Headword (normalized/stripped):
περιπλευμονια
IDX:
25791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25820
Key:
peripleumoni/a

Data

{'content': 'περιπλευμονία\n περιπλευμονία, or -πνευμονία, ἡ,\n πλεύμων\n inflammation of the lungs, Plat., Luc.', 'key': 'peripleumoni/a'}