Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιπέτεια
περιπετής
περιπέτομαι
περιπευκής
περιπήγνυμι
περιπηδάω
περίπηξις
περιπίμπλαμαι
περιπίμπρημι
περιπίπτω
περιπλανάομαι
περιπλάνιος
περιπλάσσω
περίπλεκτος
περιπλέκω
περιπλευμονία
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περίπλικτος
View word page
περιπλανάομαι
περιπλανάομαι Pass. to wander about a country, c. acc., Hdt.: metaph. to float round about one, as the lionʼs skin round Hercules, Pind. absol. to wander about, ταῦτα π. to be in this state of uncertainty, Xen.

ShortDef

to wander about

Debugging

Headword:
περιπλανάομαι
Headword (normalized):
περιπλανάομαι
Headword (normalized/stripped):
περιπλαναομαι
IDX:
25786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25815
Key:
periplana/omai

Data

{'content': 'περιπλανάομαι\n Pass. to wander about a country, c. acc., Hdt.: metaph. to float round about one, as the lionʼs skin round Hercules, Pind.\n absol. to wander about, ταῦτα π. to be in this state of uncertainty, Xen.', 'key': 'periplana/omai'}