Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιπετάννυμι
περιπεταστός
περιπέτεια
περιπετής
περιπέτομαι
περιπευκής
περιπήγνυμι
περιπηδάω
περίπηξις
περιπίμπλαμαι
περιπίμπρημι
περιπίπτω
περιπλανάομαι
περιπλάνιος
περιπλάσσω
περίπλεκτος
περιπλέκω
περιπλευμονία
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
View word page
περιπίμπρημι
περιπίμπρημι to set on fire round about; imperf. περιεπίμπρα Xen.; 3rd pl. -επίμπρασαν Thuc.

ShortDef

to set on fire round about

Debugging

Headword:
περιπίμπρημι
Headword (normalized):
περιπίμπρημι
Headword (normalized/stripped):
περιπιμπρημι
IDX:
25784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25813
Key:
peripi/mprhmi

Data

{'content': 'περιπίμπρημι\n to set on fire round about; imperf. περιεπίμπρα Xen.; 3rd pl. -επίμπρασαν Thuc.', 'key': 'peripi/mprhmi'}