Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περίπεμπτος
περιπέμπω
περιπέσσω
περιπετάννυμι
περιπεταστός
περιπέτεια
περιπετής
περιπέτομαι
περιπευκής
περιπήγνυμι
περιπηδάω
περίπηξις
περιπίμπλαμαι
περιπίμπρημι
περιπίπτω
περιπλανάομαι
περιπλάνιος
περιπλάσσω
περίπλεκτος
περιπλέκω
περιπλευμονία
View word page
περιπηδάω
περιπηδάω fut. ήσομαι to leap round or upon, Luc.

ShortDef

to leap round

Debugging

Headword:
περιπηδάω
Headword (normalized):
περιπηδάω
Headword (normalized/stripped):
περιπηδαω
IDX:
25781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25810
Key:
periphda/w

Data

{'content': 'περιπηδάω\n fut. ήσομαι\n to leap round or upon, Luc.', 'key': 'periphda/w'}