Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιαγείρομαι
περίπεμπτος
περιπέμπω
περιπέσσω
περιπετάννυμι
περιπεταστός
περιπέτεια
περιπετής
περιπέτομαι
περιπευκής
περιπήγνυμι
περιπηδάω
περίπηξις
περιπίμπλαμαι
περιπίμπρημι
περιπίπτω
περιπλανάομαι
περιπλάνιος
περιπλάσσω
περίπλεκτος
περιπλέκω
View word page
περιπήγνυμι
περιπήγνυμι fut. -πήξω to fix round, to make a fence round, c. acc. loci, Pind.:—Pass., with perf. act. περιπέπηγα, to be fixed around, Plut.:—Pass., τὰ ὑποδήματα π. are frozen on the feet, Xen.

ShortDef

to fix round, to make a fence round

Debugging

Headword:
περιπήγνυμι
Headword (normalized):
περιπήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
περιπηγνυμι
IDX:
25780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25809
Key:
periph/gnumi

Data

{'content': 'περιπήγνυμι\n fut. -πήξω\n to fix round, to make a fence round, c. acc. loci, Pind.:—Pass., with perf. act. περιπέπηγα, to be fixed around, Plut.:—Pass., τὰ ὑποδήματα π. are frozen on the feet, Xen.', 'key': 'periph/gnumi'}