Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιαγγέλλω
περιαγείρομαι
περίπεμπτος
περιπέμπω
περιπέσσω
περιπετάννυμι
περιπεταστός
περιπέτεια
περιπετής
περιπέτομαι
περιπευκής
περιπήγνυμι
περιπηδάω
περίπηξις
περιπίμπλαμαι
περιπίμπρημι
περιπίπτω
περιπλανάομαι
περιπλάνιος
περιπλάσσω
περίπλεκτος
View word page
περιπευκής
περιπευκής περι-πευκής, ές πεύκη very sharp, keen or painful, Il.

ShortDef

very sharp, keen

Debugging

Headword:
περιπευκής
Headword (normalized):
περιπευκής
Headword (normalized/stripped):
περιπευκης
IDX:
25779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25808
Key:
peripeukh/s

Data

{'content': 'περιπευκής\n περι-πευκής, ές\n πεύκη\n very sharp, keen or painful, Il.', 'key': 'peripeukh/s'}